- λεύκωση
- η (AM λεύκωσις) [λευκώ]νεοελλ.1. η λεύκανση τής κόμης, το άσπρισμα τών μαλλιών2. ιατρ. περιληπτική ονομασία τών λευχαιμικών καταστάσεωνμσν.το λεύκωμα στο μάτιαρχ.άσπρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκασία — λευκασία, ἡ (Α) 1. (για τεχνητά διαμάντια ή μαργαριτάρια) λεύκωση 2. δερματική νόσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκαίνω + επίθημα σία κατά το σχήμα σημαίνω: σημασία] … Dictionary of Greek
νευρολεμφωμάτωση — η (κτην.) λεμφοειδής λεύκωση τών πτηνών που χαρακτηρίζεται από συσσωμάτωση λευκοκυττάρων γύρω από μερικά νεύρα και σε ορισμένα όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurolymphomatosis < νευρ(ο) * + λεμφωμάτωση] … Dictionary of Greek